- πανελλήνιος
- -α, -ο, θηλ. και -ος / πανελλήνιος, -ον, ΝΑ [Πανέλληνες]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όλους τους Έλληνες ή αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή όλων τών Ελλήνωννεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πανελλήνιο(ν)α) το σύνολο τών Ελλήνων, ολόκληρη η Ελλάδαβ) συμβουλευτικό σώμα τού νεοσύστατου ελληνικού κράτους το οποίο συστάθηκε προς αντικατάσταση τής Βουλής ύστερα από την αυτοδιάλυση της στις 18 Ιανουαρίου 1818αρχ.1. προσωνυμία τού Διός στην Αθήνα και στην Αίγινα ως υπέρτατου θεού όλων τών Ελλήνων2. το ουδ. ως ουσ. α) ο σύνδεσμος τών ενωμένων Ελλήνων το οποίο ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό και τού οποίου τα μέλη ονομάζονταν Πανέλληνεςβ) το ιερό τού Διός στην Αίγινα που κτίστηκε στα χρόνια τού αυτοκράτορα Αδριανού και αποτελούσε τόπο συνάντησης όλων τών Ελλήνων3. (το ουδ. πληθ. κύριο όν.) τὰ Πανελλήνιαα) εορτή προς τιμήν τού Διός Πανελληνίου που γινόταν στην Αίγινα, αλλά και σε άλλα μέρη τής Ελλάδαςβ) αγώνες που διεξάγονταν στην Αθήνα προς τιμήν τού αυτοκράτορα Αδριανού.επίρρ...πανελληνίως και πανελλήνια / πανελληνίως ΝΑσε ολόκληρη την Ελλάδα, σε όλους τους Έλληνες, μεταξύ όλων τών Ελλήνων.
Dictionary of Greek. 2013.